πολυαινετος

πολυαινετος
    πολυαίνετος
    2
    Eur. = πολύαινος См. πολυαινος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πολυαινετος" в других словарях:

  • πολυαίνετος — και πολυαίνητος, ον, Α πολύαινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αἰνετός/ αἰνητός (< αἰνῶ «μιλώ για κάποιον, δοξάζω»), πρβλ. ευ αίνετος] …   Dictionary of Greek

  • πολυαίνετον — πολύαινος much praised masc/fem acc sg πολύαινος much praised neut nom/voc/acc sg πολυαίνετος masc/fem acc sg πολυαίνετος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαίνητος — ον, Α βλ. πολυαίνετος …   Dictionary of Greek

  • πολυαινέτου — πολύαινος much praised masc/fem/neut gen sg πολυαίνετος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαίνετε — πολύαινος much praised masc/fem voc sg πολυαίνετος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»